ἰδιῶται

ἰδιῶται
ἰδιόομαι
make one's own
pres subj mp 3rd sg
ἰδιόομαι
make one's own
pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)
ἰδιώτης
private person
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • AGRESTES — indocti et literarum rudes Christiani olim a Gentilibus habiti. Apud Minucium in Octavio, Indignandum (ait Caecilius) audere quosdam, et hoc studiorum rudes, liter arum profanoscertum aliquid de rerum summa staturer: de Christianis loquens. Qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • невѣжа — НЕВѢЖ|А (44), Ѣ ( А) с. 1. Невежда, несведущий, незнающий человек: азъ бо есмь грѣшьнъ невѣжа. да напьсахъ [книги] бес показани˫а въ своихъ грѣсѣхъ погруженъ. Мин. 1095 (сент.), 176 об. (запись); ˫ако грѹбъ сы и невѣжа премѹдрѣи философъ ˫авис˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PAEDOTHYSIA — Latine Filii oblatio, Abrahamo divinitus imperata, mirum fidei experimentum fuit, de quo in Sacris: non tamen novum et inauditum sacrificium. Philo Iud. l. de Abrab. ex aliorum sententia, Τὸν δὲ, ait, τί προσῆκεν ἐπαινεῖν, ἁς ἐγχειρητὴν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

  • είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ερρούσαλος — ἐρρούσαλος και ἔρρουλος, ὁ (Μ) αλήτης, περιπλανώμενος («ἐρρουσάλους Ῥωμαῑοι τοὺς ἀλήτας καὶ πλανωμένους ἐκάλουν oἱ δὲ ἰδιῶται ἐρρούρους αὐτοὺς ἐξ ἀγνοίας λέγουσιν», Ιω. Λυδ.) …   Dictionary of Greek

  • ДЕЯНИЯ СВЯТЫХ АПОСТОЛОВ — [греч. Πράξεις [τῶν ἁγίων] ἀποστόλων; лат. Acta apostolorum], одна из канонических книг Свящ. Писания НЗ, к рая, согласно святоотеческому преданию и по мнению большинства совр. исследователей, была написана св. ап. и евангелистом Лукой. Название… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”